- αντίκρυ
- κ. -κρυς, κ. -κρύ κ. -κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυςΜ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα)1. απέναντι2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπονεοελλ.1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» — για ασήμαντη επιτυχίααρχ.1. κατευθείαν εμπρός2. διαμπερώς, πέρα ως πέρα3. εντελώς, απόλυτα4. φανερά, απροκάλυπτα5. (για χρόνο) αμέσως6. φρ. «ἄντικρυς δουλεία», «ἄντικρυς ἐλευθερία» — πραγματική δουλεία, πραγματική ελευθερία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται σύνθετη με α' συνθετ. το αντι-. Σχετικά με το β' συνθετ. της λ. έχει υποστηριχθεί ότι συνδέεται με τα κέρας, κάρη «κεφάλι, πρόσωπο» ή με το ρ. κρούω (αντικρύ < αντικρούω). Στην αττ. διάλεκτο υπάρχει τ. άντικρυςμε ένα -ς επιρρηματικό και με βραχεία κατάληξη, όπως φαίνεται από τον τονισμό. Οι αρχαίοι γραμματικοί έκαναν διάκριση μεταξύ των αντικρύ «εξαντιθέτου» και άντικρυς «φανερά, σαφώς, ρητά», αλλά ο τ. αντικρύ έχει και τις δύο σημασίες στον Όμηρο. Η λ. συνοδεύεται από γενική ή δοτική και συχνά ακολουθείται από πρόθεση.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αντίκρυτανεοελλ.αντικρύζω, αντικρινός.ΣΥΝΘ. αρχ. απαντικρύ, καταντικρύνεοελλ.απαντίκρυ, κατάντικρυ, καταντικρύ.].
Dictionary of Greek. 2013.